- καρδιοχτυπώ
- καρδιοχτυπάω / καρδιοχτυπώ βλ. πίν. 58
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καρδιοχτυπώ — και καρδιοχτυπάω καρδιοχτύπησα, καρδιοχτυπημένος 1. έχω καρδιοχτύπια: Πάντα καρδιοχτυπώ στις εξετάσεις. 2. η μτχ., καρδιοχτυπημένος σημαίνει ερωτευμένος: Είναι καρδιοχτυπημένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρδιοχτυπώ — και καρδιοκτυπώ, άω 1. έχω καρδιοχτύπια, έχω ταχυπαλμία 2. μτφ. ανησυχώ πολύ, αγωνιώ, φοβάμαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ) καρδιοχτυπημένος, η, ο ερωτευμένος, ερωτοχτυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + χτυπῶ (< χτυπῶ < χτύπος), πρβλ. βροντο… … Dictionary of Greek
καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής … Dictionary of Greek
καρδιοκτυπώ — άω βλ. καρδιοχτυπώ … Dictionary of Greek
καρδιοχτύπι — και καρδιοκτύπι το 1. ταχύς κτύπος, έντονος παλμός τής καρδιάς 2. μτφ. μεγάλη ανησυχία, αγωνία, φόβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού καρδιοχτυπώ]. το βλ. καρδιοχτύπι … Dictionary of Greek
πάλλω — (ΑΜ πάλλω) 1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.) 2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι 3. μέσ. πάλλομαι κινούμαι ρυθμικά … Dictionary of Greek
χτυποκαρδίζω — Ν [χτυποκάρδι] 1. (μτβ.) προκαλώ χτυποκάρδι σε κάποιον, τού προξενώ αγωνία ή άλλο έντονο συναίσθημα 2. (αμτβ.) καρδιοχτυπώ, αγωνιώ … Dictionary of Greek
καρδιοχτυπάω — / καρδιοχτυπώ βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής